Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Η σφαγή της Σρεμπρένιτσα και ο ρόλος των Ελλήνων «εθελοντών»

Μεταξύ 11 και 17 Ιουλίου του 1995, στη Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη σε αριθμό σφαγή αμάχων στην Ευρώπη, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πόλη είχαν καταφύγει χιλιάδες μουσουλμάνοι από γειτονικές περιοχές και παρότι είχε κυρηχθεί ασφαλής ζώνη από τον ΟΗΕ, φυλασσόμενη από 100 περίπου Ολλανδούς κυανόκρανους, οι δυνάμεις του Σέρβου στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς πάνω από 7.000 άμαχους μουσουλμάνους, θάβοντάς τους στη συνέχεια σε ομαδικούς τάφους. Το 2007, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αναγνώρισε τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα ως γενοκτονία.

Τα λόγια δεν επαρκούν για να περιγράψουν και να σχολιάσουν μια τόσο ασύλληπτη κτηνωδία. Θα περιοριστώ απλά στην ευχή να μην ξανασυμβούν εγκλήματα σαν κι αυτό στον κόσμο... Ιστορικό (και όχι μόνο) ενδιαφέρον έχει η συμμετοχή ομάδας Ελλήνων «εθελοντών» στην σφαγή, οι οποίοι συνέδραμαν στο έργο των Σέρβων. Νομίζω πως είναι σημαντικό να ξαναθυμηθούμε αυτήν την ιστορία, ειδικά σήμερα που ο λόγος της νεοναζιστικής «Χρυσής Αυγής» είναι αποδεκτός από σημαντικό τμήμα των πολιτών. Ακολουθεί ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουλίου του 2005 στον Ιό της Ελευθεροτυπίας:


Κάπως περίεργα γιόρτασε η χώρα μας τη δέκατη επέτειο της μεγαλύτερης σφαγής των μεταπολεμικών χρόνων σε ευρωπαϊκό έδαφος -της εξολόθρευσης 7.500 άοπλων μουσουλμάνων από το σερβοβοσνιακό στρατό στη Σρεμπρένιτσα (11-17 Ιουλίου 1995). Μια επίκαιρη ερώτηση του Ανδρέα Ανδριανόπουλου στη Βουλή, σχετικά με «τη διερεύνηση ενδεχόμενης ανάμιξης Ελλήνων στα γεγονότα» και η (εμφανώς αόριστη) διαβεβαίωση του κ. Παπαληγούρα ότι για το ζήτημα «έχει ήδη επιληφθεί η ελληνική Δικαιοσύνη» (24.6.05) μας επανέφεραν για λίγο στις μέρες της ελληνοσερβικής συμμαχίας κατά του «μουσουλμανικού τόξου». Προς στιγμήν, τα ΜΜΕ έσπευσαν να καταγγείλουν μια ακόμα ανθελληνική συνωμοσία. Σύντομα όμως η τάξη του «μεσαίου χώρου» αποκαταστάθηκε -και σχεδόν όλοι έσπευσαν να καταθέσουν τα (επετειακά) συλλυπητήριά τους.

Ποιοι όμως υπήρξαν και τι ακριβώς έκαναν στη Βοσνία οι Ελληνες συμπολεμιστές του Μλάντιτς και του Κάρατζιτς; Η ανασύσταση της διαδρομής τους, όπως αποτυπώθηκε στον Τύπο των ημερών, είναι κάτι παραπάνω από διδακτική.

Την αρχή φέρεται να έκανε, τον Ιούλιο του 1993, ο Κώστας Καζόπουλος από το Βορεινό Πέλλας. Ηταν 33 χρόνων, πολεμοχαρής και πρώην λοχίας των ειδικών δυνάμεων («Espresso» 7.11.02). Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, δυο άλλοι εθελοντές -ο ένας εργάτης στη λαχαναγορά, ο άλλος σερβιτόρος και πρώην ναυτικός- συμμετέχουν επί δίμηνο στην πολιορκία του Σαράγεβο («Ελ. Τύπος» 17.3.94). Το Μάρτη του 1994, μεταξύ των πολιορκητών της βοσνιακής πρωτεύουσας υπάρχει ένας μόνο Ελληνας, που βρίσκεται εκεί από το καλοκαίρι για «προσωπικούς λόγους» («Τα Νέα» 22.3.94).

Η μαζικοποίηση θα έρθει τους επόμενους μήνες, χάρη στην ενθουσιώδη προβολή των «πρωτοπόρων» από τα ελληνικά ΜΜΕ. Από τη μελέτη των σχετικών δημοσιευμάτων, προκύπτουν δύο κυρίως πηγές εθελοντών: ο χώρος των «επαγγελματιών» (μισθοφόροι, σεκιουριτάδες, ποινικοί) κι αυτός της ναζιστικής ακροδεξιάς. Στην πράξη, βέβαια, οι δύο «δεξαμενές» αποτελούσαν μάλλον συγκοινωνούντα δοχεία, όπως πιστοποιούν η συνύπαρξη «επαγγελματιών» και «ακροδεξιών» στις ίδιες μονάδες και οι από κοινού πανηγυρικές φωτογραφήσεις τους. 

Το καλοκαίρι του 1995, οι περισσότεροι εθελοντές ανήκουν σε δυο σχηματισμούς. Κάποιοι πολιορκούν το Σαράγεβο, συνεργαζόμενοι με τους ακροδεξιούς «Τσέτνικ». Οι υπόλοιποι έχουν συγκροτήσει από το Μάρτιο του 1995 την «Ελληνική Εθελοντική Φρουρά» (ΕΕΦ), μονάδα ενσωματωμένη στον τακτικό σερβοβοσνιακό στρατό, με έδρα τη Βλασένιτσα.

Οι επαγγελματίες

Πρώην μισθοφόρος στη Ζάμπια, με επαγγελματική συμμετοχή «σε "επιχειρήσεις" σε διάφορες χώρες της Κεντρικής Αφρικής», ο Νέστωρ Χρυσαΐτης κατατάσσεται τον Οκτώβριο του 1994 στο σερβοσνιακό στρατό και το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς μετέχει στην πολιορκία του Σαράγεβο. Θα επιστρέψει στην Αθήνα για χριστουγεννιάτικες διακοπές, συνοδευόμενος από το δημοσιογράφο Κώστα Παπαπέτρου («Τα Νέα» 11.1.95).


Επεισοδιακότερη ήταν η διαδρομή του Θρακιώτη Λευτέρη Σπουργίτη: ύστερα από στρατιωτική θητεία στα ΟΥΚ, και καταδικασμένος πρωτόδικα σε 8μηνη φυλάκιση για κλοπή όπλου από την Εθνοφυλακή («Ελ. Τύπος» 31.8.95), έφυγε για τη Βοσνία. Ως κίνητρό του, σε μια συνέντευξή του αναφέρει τον έρωτά του για μια Σέρβα («Αδ. Τύπος» 6.8.95) ενώ σε μια άλλη την επιθυμία του να δοκιμάσει τις ικανότητές του και ν' αποκτήσει εμπειρία («Τα Νέα» 5.7.94). Την άνοιξη του 1994 υπηρετεί στους «Λύκους του Ζβόρνικ», αργότερα στις «Τίγρεις» του διαβόητου Αρκάν, ενώ έδωσε το παρών και στην ΕΕΦ. Το Μάιο του 1995, οι πρώην σύντροφοί του τον καταγγέλλουν δημόσια: «Δημιουργούσε προβλήματα, έκλεβε και αναγκαστήκαμε να τον διώξουμε», δηλώνει χαρακτηριστικά ο υποδιοικητής της μονάδας, Τρύφων Βασιλειάδης. «Τώρα πολεμάει με τους μουσουλμάνους έμμισθος και ντροπιάζει την Ελλάδα. Εσπειρε τη διχόνοια και στο τέλος πούλησε τη συνείδησή του στον εχθρό» («Αδ. Τύπος» 6.5.95). Στην πραγματικότητα, όπως ο ίδιος μάς διευκρίνισε μετά την αναδημοσίευση της αποκήρυξης στον "Ιό", είχε σταλεί από τον Αρκάν να εκπαιδεύσει τις ειδικές μονάδες των μουσουλμάνων του Μπίχατς που πέρασαν στο πλευρό των Σέρβων. Την ίδια εποχή περιγράφει στον «Αδέσμευτο Τύπο» (6.8.95) τα όνειρά του για το μέλλον: «Ισως βρω δουλειά ως σωματοφύλακας κάπου»...

Οι ιδεολόγοι

Πιο συγκροτημένο πολιτικά ήταν το προφίλ της δεύτερης κατηγορίας εθελοντών. «Η Ευρώπη ανήκει στους Λευκούς και τους Χριστιανούς» εξηγεί χαρακτηριστικά στην «Ελεύθερη Ώρα» (25.9.95) ο Σπύρος Τζανόπουλος, λοχίας της ΕΕΦ που μετείχε στην επίθεση κατά της Σρεμπρένιτσα. «Εγώ, όπως και πολλοί άλλοι Ελληνες εθελοντές, ανήκουμε σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, συγκεκριμένα ανήκουμε στη Χρυσή Αυγή, κι αυτός ήταν ο κύριος λόγος που ανεβήκαμε επάνω», ξεκαθαρίζει στο δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ, τον Αύγουστο του 1995, ο Μιχάλης Μαυρογιαννάκης. «Αγωνιζόμαστε για μια Μεγάλη Ελλάδα σε μια ελεύθερη Ευρώπη δίχως μουσουλμάνους και αμερικανοσιωνιστές», συμπληρώνει στην ίδια συνέντευξη ο Αποστόλης Μπάμπος. 


Εντυπωσιακή -και προπαντός αποκαλυπτική για το κλίμα των ημερών- ήταν η υποδοχή των παραπάνω διακηρύξεων από τον παρουσιαστή του δελτίου, Νίκο Ευαγγελάτο: «Ηταν μόνο θέμα πολιτικής τοποθέτησης; Φαντάζομαι ότι είναι κι άλλα κίνητρα πολλά, όπως η Ορθοδοξία, η παλιά φιλία με τους Σέρβους... Το λέω αυτό διότι είναι κρίμα να στενέψουμε τόσο πολύ τα περιθώρια μιας προσπάθειας που κάνουν Ελληνες εθελοντές που βρίσκονται στο πλευρό των Σέρβων και που φαντάζομαι ότι είναι μια προσπάθεια ψυχής».

Οι Ελληνες ναζί δεν έκρυβαν όμως τη συμβολή τους στο εγχείρημα. Το αντίθετο, μάλιστα. Με πρωτοσέλιδό της, η «Χρυσή Αυγή» (2.6.95) διαφήμισε τη δράση των μελών της στο πλευρό των «Τσέτνικ». Ακολούθησαν αλλεπάλληλα δημοσιεύματα, με αποκορύφωμα μια ολοσέλιδη συνέντευξη εθελοντών όπου τονίζουν ότι «η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων εθελοντών είναι λιγότερο ή περισσότερο συνειδητοποιημένοι Εθνικιστές», οι δε χρυσαυγίτες εκπροσωπούνται στις τάξεις τους «περισσότερο από κάθε άλλη οργάνωση ή κόμμα» (28.7.95). Μια δεκαετία αργότερα, ο υποδιοικητής κι ένας οπλίτης της ΕΕΦ θα εκφράσουν δημόσια «την ικανοποίησή τους που η "Χρυσή Αυγή" οικειοποιήθηκε την προσπάθειά τους» («Ταχυδρόμος» 13.11.04).

Μη φανταστείτε πάντως τίποτα μεγάλα νούμερα. Οι επικεφαλής της ΕΕΦ υπολογίζουν πως υπήρξαν «συνολικά 60-70 εθελοντές» σε όλη τη διάρκεια του πολέμου («Espresso» 7.11.02). Συχνά, μάλιστα, η «θητεία» τους στη Βοσνία κράτησε μόνο μερικές βδομάδες («Εθνος» 1.6.95). Το Μάιο του 1995 η Ελληνική Εθελοντική Φρουρά αριθμούσε μόλις 16 άτομα («Αδ. Τύπος» 6.5.95) και στη συνέχεια 11, εκ των οποίων τα 8 «στο μέτωπο» («Εθνος» 1.6.95), ενώ τον Ιούλιο γίνεται λόγος για «περίπου είκοσι πέντε» («Νίκη» 21.7.95). Στην κατάληψη της Σρεμπρένιτσα γράφτηκε ότι πήραν μέρος συνολικά 10 εθελοντές, κατονομαζόμενοι ένας προς έναν («Εθνος» 13.7.95). Από τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ της εποχής πληροφορούμαστε, τέλος, τα ονοματεπώνυμα 27 εθελοντών, ο ένας από τους οποίους φέρεται ως αγνοούμενος.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι, σ' έναν πόλεμο όπου σκοτώθηκαν συνολικά 278.000 άνθρωποι, δεν υπάρχει ούτε ένας Ελληνας εθελοντής επιβεβαιωμένα νεκρός, οι δε καταγεγραμμένοι (ελαφρά) τραυματίες είναι μόλις τρεις.

Οι σκιές

Το κρίσιμο ερώτημα αφορά φυσικά το βαθμό συμμετοχής των συμπατριωτών μας στην εθνοκάθαρση των μη σερβικών πληθυσμών της Βοσνίας και σε συναφή εγκλήματα πολέμου. Οι ίδιοι αρνούνται πεισματικά όχι μόνο την εμπλοκή τους σε τέτοιες δραστηριότητες, αλλά και την ίδια τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα: «Δεν μπορεί να υπάρχουν 7.000 νεκροί σε μια πόλη που οι κάτοικοί της δεν ήταν περισσότεροι από 3.500-4.000», ισχυρίζεται χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Ζαβιτσάνος, εθελοντής της ΕΕΦ που πήρε μέρος στην επιχείρηση («Ταχυδρόμος» 13.10.04). «Ξεχνά» βέβαια ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, στην πολιορκημένη -και «προστατευόμενη» από τους κυανόκρανους- πόλη είχαν καταφύγει κάπου 40.000 μουσουλμάνοι.

Τόσο η κατάληψη της Σρεμπρένιτσα όσο και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξαν έργο του «σώματος Ντρίνα» του σερβοβοσνιακού στρατού, οργανικό τμήμα του οποίου αποτελούσε η ΕΕΦ. Η απόδοση συγκεκριμένων εγκλημάτων σε συγκεκριμένα άτομα είναι βέβαια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Σύμφωνα πάντως με την εμπεριστατωμένη έκθεση του Ολλανδικού Ινστιτούτου Πολεμικής Τεκμηρίωσης, Ελληνες εθελοντές ήταν παρόντες στο προσφυγικό στρατόπεδο Ποτότσαρι (12-13.7.95), όπου δολοφονήθηκαν 100-400 άμαχοι (NIOD, «Srebrenica -a "safe" area», Αμστερνταμ 2002).

Οφθαλμοφανέστερη είναι η πολιτική πλευρά της υπόθεσης. Ενώ στη Σρεμπρένιτσα είχαν αρχίσει οι μαζικές εκτελέσεις, τα αθηναϊκά ΜΜΕ πανηγύριζαν για τη νίκη των ελληνοσερβικών όπλων και την έπαρση των εθνικών μας συμβόλων πάνω από την κατακτημένη πόλη: «τέσσερις σημαίες, η σερβική, η ελληνική, η σημαία της Βεργίνας και του Βυζαντίου κυματίζουν μαζί», μας πληροφορούσε με ενθουσιασμό το «Εθνος» (13.7.95), ως «απόδειξη της αγάπης και της αλληλεγγύης των δυο λαών, της ευγνωμοσύνης των Σέρβων στρατιωτών για τη βοήθεια των Ελλήνων που πολεμούν κοντά τους».

Δέκα χρόνια μετά, τι απομένει απ' όλα αυτά; Σίγουρα όχι η εθνική ανάταση που καλλιεργούσαν τότε τα ΜΜΕ. Από σποραδικά δημοσιεύματα πληροφορούμαστε ότι κάποιοι εθελοντές βρήκαν δουλειά ως δημοτικοί υπάλληλοι στη Ν. Σμύρνη, την Καλαμαριά και τη Σκύδρα, ενώ άλλοι ακολούθησαν πιο περιπετειώδεις καριέρες. Ο διοικητής της ΕΕΦ, Αντώνης Μήτκος, δούλευε το 2002 «ως security σε μεγάλο εφοπλιστή» («Espresso» 7.11.02) και το Δεκέμβριο του 2003 συνελήφθη ως παραλήπτης λαθραίου φορτίου όπλων από το Βελιγράδι («Espresso» 9.12.03). Μαζί του συνελήφθη ένας Σέρβος που θεωρείται πρώην σύνδεσμος του Αρκάν με τον Ελληνα «αρχινονό» Καλαποθαράκο («Το Βήμα» 11.12.03). Την ίδια εποχή, έρευνα για αναβολικά στο σπίτι ενός άλλου βετεράνου αποκάλυψε δεκάδες φωτογραφίες από σφαγές αμάχων μουσουλμάνων στη Βοσνία. Ο κάτοχός τους, παλιός συνεργάτης του Αρκάν από την Ορεστιάδα, υποστήριξε ότι δεν ήταν παρών στους φόνους. Μετά τη Βοσνία, είχε πολεμήσει στο Ζαΐρ ως μισθοφόρος («Ε» 20.11.03). Ενας συμπολεμιστής του στις «Τίγρεις», με μεταγενέστερη δράση και στο Κοσσυφοπέδιο, συνελήφθη το 2004 για παράνομη κατοχή όπλων και ελληνοαλβανικών πινακίδων κυκλοφορίας («Το Βήμα» 5.11.04). 


Οσο για τους ναζί συμμαχητές τους, αυτοί έζησαν την ολόπλευρη κρίση του πολιτικού τους φορέα. Οπως διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία του αποχωρήσαντος χρυσαυγίτη Χάρη Κουσουμβρή, κάτω από τις φωτογραφίες της συνάντησης της ΕΕΦ με τον Κάρατζιτς (Πάσχα του 1995), «ουδείς εκ των παρισταμένων ανήκει πλέον στην Χρυσή Αυγή»...

Δείτε και: